σύστοιχος

σύστοιχος
η , ο [ος , ον ] стоящий в одном ряду;
-а γράμματα буквы одного (фонетического) ряда;

§ σύστοιχβ αντικείμενο — грам, винительный внутреннего объекта


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σύστοιχος" в других словарях:

  • σύστοιχος — belonging to the same column masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύστοιχος — η, ο / σύστοιχος, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται στην ίδια σειρά ή στην ίδια τάξη με κάποιον άλλο, παράλληλος, ομοταγής («πῡρ καὶ γῆν καὶ τὰ σύστοιχα τούτων», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α) «σύστοιχοι πόδες» ή «σύστοιχα μέλη» (σχετικά με τετράποδα ή… …   Dictionary of Greek

  • σύστοιχος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια σειρά ή στην ίδια πλευρά με κάποιον άλλο: Σύστοιχα μέλη κάποιου ζώου. 2. «σύστοιχο αντικείμενο», αυτό που φανερώνει το περιεχόμενο της ενέργειας του ρήματος και παράγεται από την ίδια ρίζα με το ρήμα, π.χ.:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συστοίχως — σύστοιχος belonging to the same column adverbial σύστοιχος belonging to the same column masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύστοιχον — σύστοιχος belonging to the same column masc/fem acc sg σύστοιχος belonging to the same column neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστοίχοις — σύστοιχος belonging to the same column masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστοίχου — σύστοιχος belonging to the same column masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστοίχους — σύστοιχος belonging to the same column masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστοίχων — σύστοιχος belonging to the same column masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστοίχῳ — σύστοιχος belonging to the same column masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύστοιχα — σύστοιχος belonging to the same column neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»